- προκαταυλώ
- -έω, Α1. καταπραΰνω κάτι με αύληση εκ τών προτέρων2. γεν. καταπραΰνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταυλῶ «τέρπω, καταπραΰνω παίζοντας αυλό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταύλησις — εως, ἡ, Α [προκαταυλῶ] δοκιμαστική αύληση, δοκιμή καινούργιου αυλού … Dictionary of Greek